Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ




ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΟΝ ΑΞΕΛΟ

Όλα ξεκίνησαν παρατηρώντας πρόσωπα, φτιάχνοντας μικρά πορτρέτα κοντινών ανθρώπων. Προσπαθώντας να εντοπίσω το ευειδές και το δυσειδές όχι στην όψη τους αλλά στο είναι τους, στη σχέση τους με τους άλλους, με τη φύση, με τον κόσμο. Και κατέληγα στο ότι προτιμώ τη φύση χωρίς ανθρώπους, παρά με αυτούς. Όμως, όπως λέει και ο Αξελός, μια φιγούρα που με συνόδευε επί μία δεκαετία περίπου με τα βιβλία και τον λόγο του: Τι θα ήταν άραγε το παιχνίδι του κόσμου χωρίς ανθρώπους;



Ο  Έγκον Φριντέλ στην Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (εκδ. Τόπος, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ)  υποστηρίζει ότι με τον Σωκράτη η ελληνική τάση προς το παιχνίδι έφτασε στην πιο ιλιγγιώδη κορυφή της: ο Σωκράτης έπαιζε σ’ ολόκληρη τη ζωή του την κωμωδία που λέγεται φιλοσοφία και στο τέρμα της σκηνοθέτησε, συνειδητά και ψύχραιμα, την τραγωδία που λέγεται Σωκράτης.

O Σωκράτης ήταν γιος μιας μαίας, της Φαιναρέτης, κι ενός γλύπτη, του Σωφρονίσκου. Ευλόγως λοιπόν εφηύρε εφενός τη μαιευτική ως μέθοδο διδασκαλίας και διερεύνησης, αφετέρου το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων, κατ’ αντιστοιχίαν του παιχνιδιού μεταξύ όγκου και φωτός, του πατρός.
Στις Νεφέλες  του, ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τον Σωκράτη και τη διδασκαλία του. Στο μέσον της παράστασης αυτής είναι που ο Σωκράτης σηκώνεται και λέει κάτι ασυνάρτητα του τύπου εν οίδα ότι ουδέν οίδα, προκαλώντας τρανταχτά γέλια. Συμπεριφέρεται ως «αλογόμυγα» που τσιμπά για να ξυπνήσουν από τον λήθαργό τους οι άνθρωποι και κατηγορείται ότι εισάγει καινά δαιμόνια, διαφθείροντας τους νέους. Μεθοδευμένα, με αξιοπρέπεια, συνέπεια και ειρωνεία, καταλήγει στην τραγική έξοδό του. Ο Σωκράτης παίζει το παιχνίδι μέχρι τέλους.


Ομολογώ πως ως παιδί, δεν έπαιξα πολύ. Το παιχνίδι όμως με ήλκυε πάντα. Όχι το ελεύθερο ή δομημένο παιχνίδι των παιδιών μόνο, αλλά ο άνθρωπος ως homo ludens, παίζων. Ο Γιόχαν Χουιζίνγκα στο βιβλίο του Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (εκδ. Γνώση, μτφρ. Στεφ. Ροζάνης, Γερ. Λυκιαρδόπουλος), τον τοποθετεί δίπλα στον homo  sapiens και στον homo faber, υποστηρίζοντας πως ο πολιτισμός γεννιέται από την έμφυτη στον άνθρωπο τάση να παίζει. Οι διάφορες πολιτισμικές μορφές, από το δίκαιο και τη φιλοσοφία ώς την ποίηση και την τέχνη, μπορούν να κατανοηθούν ως εκδηλώσεις ή μεταμορφώσεις της θεμελιώδους ορμής προς το παιχνίδι.

Ο Κώστας Αξελός εισάγει μια τριπλή αναλυτική του παιχνιδιού (Ανρί Λεφέβρ, Το παιχνίδι του Κώστα Αξελού, εκδ. Εστία, σελ. 17-18): Ο κόσμος του παιχνιδιού / Το παιχνίδι μέσα στον κόσμο / Το παιχνίδι του Κόσμου όπου Λόγος, φύση, άνθρωπος και Ιστορία είναι ταυτόχρονα οι πρωταγωνιστές. Από το βιβλίο του Αξελού Αυτή η διερώτηση κεφ. «Το παιχνίδι που ρωτάει τον άνθρωπο» (εκδ. Εστία, σελ. 74), αντιγράφω: Δεν υπάρχουν ο άνθρωπος και ο κόσμος. Ο άνθρωπος δεν είναι μέσα  στον κόσμο. Δεν βρίσκεται απέναντί του. Το άνοιγμα του παιχνιδιού διαμέσου του ανθρώπου «είναι» το ίδιο το άνοιγμα του παιχνιδιού του κόσμου.
 Φέρνει έτσι ξανά στο προσκήνιο τη σκέψη των Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε πως πριν από τον άνθρωπο και πριν από τον κόσμο είναι η σχέση που συνδέει τον άνθρωπο με τον κόσμο (Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, 5 οικουμενικοί Έλληνες (ΑΞΕΛΟΣ, ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΠΟΥΛΑΝΤZΑΣ, ΣΒΟΡΩΝΟΣ, Εκδόσεις των συναδέλφων-Εφημερίδα των συντακτών, σελ. 27) αλλά και τις διασταυρούμενες προβληματικές τους με τους προσωκρατικούς, τον Ηράκλειτο, τον Ρεμπώ, τον Φρόυντ και τον Χάιντεγκερ (Ζαν-Μισέλ Παλμιέ, 5 οικουμενικοί Έλληνες, ό.π., σελ. 42).
Νά ένα ενδιαφέρον ταξίδι στους χρόνους του παιχνιδιού της σκέψης. Νά ένα ταξίδι σε διάφορους διαφορετικούς χρόνους.



ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΕΧΝΗΣ, 2014, ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ

Πέρα από τα ταξίδια στο χρόνο όμως, ουσιώδη για το δικό μου Ταξίδι στον κόσμο αλλά και στο Άστυ ήταν και τα ταξίδια στον τόπο. Βόλτες με το αυτοκίνητο στα βουνά της Χίου παρέα με τον Νίκο Γιαλούρη σε ρεμβασμό και σιωπή˙ σ’ αυτά της Κρήτης οικογενειακά, με μουσική και στοχασμό. Ένα πράγματι αναπάντητο γράμμα, που απέκτησε συμβολικό χαρακτήρα, κι ένα επόμενο ραντεβού με τον Μιχάλη που δεν έμελλε να γίνει ποτέ. Η απώλεια του Ανδρέα, συνοδοιπόρου στα ποιητικά και φιλοσοφικά καφενεία. Οι αναγκαστικές μετακομίσεις από σπίτι σε σπίτι, επίσης. Η συνάντηση με τον Παρασκευά της Μικρής Άρκτου χρόνια μετά, που ευχαρίστως προσχώρησε στην παιγνιώδη συνθήκη, και ο Ανδρέας (ένας νέος Ανδρέας) που φιλοτέχνησε αυτή την ιδιόμορφη σπειροειδή έκδοση. Όλα παιχνίδια της τύχης. Μας λέει ο Αξελός (Ανρί Λεφέβρ, ό.π., σελ. 14): Στα Πρότυπα αντιβαίνουν οι Δρόμοι. Δεν υπάρχουν νέοι δρόμοι. Υπάρχει μια νέα ιδέα, ο Δρόμος, που εκλεπτύνει την έννοια «πράξη» και δίνει υπόσταση στις ιδέες διαδρομής και πορείας… Η έννοια του δρόμου απαγορεύει να χωρίζουμε το ύφος ζωής και τη μέθοδο σκέψης, την αυτοπαρουσία από την παρουσία «στον κόσμο». Αφήνει ελεύθερες τις διαφορές (τον πληθυντικό αν όχι τον πλουραλισμό…).


Πώς όμως από τον περίγυρό μου, φιγούρες οικείες και απτές, έκανα ένα άλμα 25 αιώνων για  να επιστρέψω στον Σωκράτη σαν να ήταν κι αυτός οικείος, κι από εκεί έφτασα ώς τον Αξελό;

Παίζοντας, φαντάζομαι. Αυθαίρετα, 
5oikoumenikoiStoxastesβεβαίως. Νομίζω, πως σ’ αυτή την περιπλάνηση, το ταξίδι και τη συνομιλία μεταξύ ανθρώπου και φύσης, άψυχων και έμψυχων, αυτού που είναι και της σκιάς του, ζώντων και κεκοιμημένων, ανάμεσα σε δυο όχθες που χωρίς αυτές δεν υφίσταται το ποτάμι της ζωής μας, ο Αξελός λειτούργησε για μένα ως αυτό που περιγράφει  ο Ζαν-Μισέλ Παλμιέ στο βιβλίο 5 οικουμενικοί Έλληνες (ό.π. σελ. 44): «Είναι ο άνθρωπος της μεγάλης μοναξιάς και της μεγάλης ελευθερίας. Το να τον διαβάζουμε, να μαθαίνουμε να τον ακούμε είναι ταυτόχρονα μια μαιευτική και μια θεραπευτική αγωγή. Ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, στην καρδιά των πραγμάτων και του κόσμου, αυτός ο λύκος της φιλοσοφικής στέπας, η οποία τον τελευταίο καιρό μοιάζει με φιλοσοφική έρημο, οικοδομεί ένα έργο τόσο λαβυρινθώδες όσο και το παλάτι του βασιλιά Μίνωα, κατασκευάζει ένα παιχνίδι που έχει την απεραντοσύνη της ζωής, το βάθος και την ομορφιά της τραγωδίας».
Ανοίγοντας ο Αξελός έναν δρόμο φιλοσοφικό, του ανοίγεται και μας ανοίγει έναν δρόμο ποιητικό. Η ποιητικότητα της σκέψης του, που είναι ανοιχτή και ατελής και μετέωρη και οδηγεί στη διερώτηση, στην περιπλάνηση, στη φιλικότητα και ταυτοχρόνως στην αγωνιστικότητα, συσσωματώνεται με την ποιητικότητα της ίδιας τής γραφής του και επικοινωνεί με την ποιητικότητα του κόσμου. Αφού «η φιλοσοφία ζει το τέλος της», η φιλοσοφική σκέψη του γίνεται «ανοιχτή ποιητική σκέψη» (Το σπασμένο παιχνίδι - Η τελευταία συνέντευξη του Κώστα Αξελού, Γιώργος Δουατζής, εκδ. Καπόν).
Ελληνικός και οικουμενικός, ποιητικά στοχαστικός και ιλιγγιώδης, πυκνός και παιγνιώδης, ο λόγος του Αξελού πηγάζει από το εν οίδα ότι ουδέν οίδα και εκβάλλει στην πλανητική εποχή. «Στην εποχή μας ίσως έχουμε περισσότερο ανάγκη μια τέτοια σκέψη, αυτήν του Κώστα Αξελού», γράφει κλείνοντας το κείμενό της «Στη δοκιμασία του σκέπτεσθαι» (5 οικουμενικοί Έλληνες, ό.π., σελ. 48) η Σερβάν Ζολιβέ: «Μια διανόηση η οποία ούσα πάντα η ίδια ελεύθερη, μας δίνει τον οπλισμό για να κρατηθούμε και να αισθανθούμε ελεύθεροι να σκεφτούμε εναντίον τής εποχής μας. Η σκέψη του μας μιλάει μ’ αυτή την έννοια για το μέλλον, είναι μια σκέψη που την έχουμε μπροστά μας και που θα την έχουμε ολοένα και περισσότερο ανάγκη».

Αντιγράφω την κατάληξη του επαίνου που εκφώνησε ο Γιάγκος Ανδρεάδης, κατά την τελετή αναγόρευσης του Κώστα Αξελού ως επίτιμου διδάκτορα των Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου (στις 5/3/1992, Για τον Κώστα Αξελό Το δώρο του περιπλανώμενου, εκδ. Πλέθρον): Ίσως να μπορούμε να υποπτευθούμε ότι τότε και τώρα, σε κάθε στιγμή που ο άνθρωπος ήταν κάτι λίγο παραπάνω από το όνειρο μιας σκιάς, αυτός που μιλούσε μέσα μας δεν ήταν η ιδιόκτητη φρόνηση και η ατομική τέχνη μας. Ίσως σωπαίνοντας ν’ ακούσαμε τον κόσμο να μας διαπερνά και να μιλά από τις ρωγμές μας. Και ίσως το δώρο του περιπλανώμενου να είναι ακριβώς αυτό.


book cover


Ο Αξελός, πλάνητας, περιπλανώμενος και πλανητικός, με το παιχνίδι της ποιητικότητας, με την παρουσία, την απουσία και τον μύθο του, αλλά και όλη η γενιά του Ματαρόα, μια γενιά εξόριστη, η crème de la crème της ελληνικής νιότης το ’45, ως Έλληνες που ήταν και δεν ήταν Έλληνες, Φιλέλληνες εντέλει κατά την Κρανάκη, με τα μάτια της εξορίας είδαν διαυγέστερα και μάς μύησαν στο υβριδικό. Και οι τρεις "κριτικοί" φιλόσοφοι, Αξελός, Καστοριάδης, Παπαϊωάννου, με ουσιώδη εμπλοκή στη γαλλική πολιτική διανόηση, καθένας έδωσε τη δική του πρωτότυπη συμβολή στη σύγχρονή τους σκέψη, είτε με την ευρύτερη ανάγνωση του δυτικού κοσμοειδώλου και την εισαγωγή της έννοιας της περιπλάνησης (Αξελός), την επανανάγνωση της αρχαιοελληνικής πόλης και της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας (Καστοριάδης) ή την κριτική του ντετερμινισμού με την εισαγωγή του στοιχείου της ιστορικότητας (Παπαϊωάννου). Και βέβαια, ανάμεσα στους «ιπποτρόφους» του Ματαρόα ήταν και η Μάτση Χατζηλαζάρου, μια ποιήτρια της οποίας επίκεντρο της γραφής, υπερρεαλιστικής ή μετα-υπερρεαλιστικής, είναι το παιχνίδι με τις λέξεις, και ο εαυτός, πάντα «μια εξορία».


Όλα ξεκίνησαν χρόνια πριν, όταν παρακολούθησα την ομιλία του Αξελού με φίλους στο Γαλλικό Ινστιτούτο χωρίς να ξέρω ότι επρόκειτο να είναι η τελευταία του στην Αθήνα. Υιοθέτησα το παιχνίδι των οιονεί ερωταποκρίσεων που θα μπορούσαν να συνεχίζονται σπειροειδώς, καθεμιά να γεννά την άλλη. Δημιούργησα έναν τόπο όπου τα πράγματα-όντα παίρνουν τον λόγο και, παίζοντας με τα θραύσματά του, θέτουν ξανά ερωτήματα περί της δυνατότητας συνάντησης μέσα στην ομιλία, μέσα στη σιωπή ή στον ενδιάμεσο χώρο της σκιάς, ή της ποίησης. Ο τίτλος που μου δόθηκε νομίζω πως λέει, μ’ άλλα λόγια, τη ρήση του Πολ Βαλερί «Δεν σκεπτόμαστε ποτέ πως αυτό που σκεπτόμαστε μας κρύβει αυτό που είμαστε» και προσπάθησα να περιορίσω τον «παρατεταμένο δισταγμό ανάμεσα στον ήχο και το νόημα» ώστε να καταλήξω εντέλει όχι σε μια ποιητική συλλογή αλλά σε κάτι σαν ποιητική μπροσούρα, αφιερωμένη στη μνήμη αγαπητών μου ανθρώπων, εμπνευσμένη από τον λόγο του Κώστα Αξελού και φωτισμένη, ελπίζω από το φως της σκέψης του.