Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016


Όψεις και διαθέσεις ρεαλισμού
της ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
 για δύο βιβλία των Εκδόσεων της Εστίας
Εκτός Έδρας του Ανδρέα Αντωνιάδη
και τα δικά μου αφηγήματα
Το Ταξίδι του Αλ του Χημιστή
 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ των ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ Σ/Κ 16-17 Ιουλίου 2016 
στο Ανοιχτό βιβλίο - Επιμέλεια: Μισέλ Φάις.  βλ. https://www.efsyn.gr/arthro/opseis-kai-diatheseis-realismoy   Ξεχώρισα και παραθέτω: 
...η συγγραφέας οριοθετεί τη δική της πορεία στον χρόνο μέσα από την αναγνωστική περιπέτεια. Ανιχνεύει στην πνευματική αλληλεγγύη των εποχών το ελιξήριο της νεότητας που καταργεί τον θάνατο.
Η φιλοσοφική λίθος που θα μπορούσε να μεταστοιχειώσει τα ευτελή υλικά σε χρυσό είναι εδώ τα κείμενα κοινού πλούτου, όπως τα δημοτικά τραγούδια ή εκείνα των σπουδαίων συγγραφέων με τους οποίους διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας αυτά εμβολίζει με ευδιάκριτο τρόπο στον δικό της αφηγηματικό ιστό...

Στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ Ιουνίου, σελ. 653, η Τούλα Ρεπαπή γράφει για το βιβλίο:
ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ Στο βιβλίο της Γιούλης Βολανάκη, με τον τίτλο «Το Ταξίδι του Αλ του Χημιστή», σαν εισαγωγή αλλά και σαν αυλαία στα διηγήματά της έχει  δική της ποίηση με τους τίτλους, Με φωνή εφηβική και Υφαίνοντας φωνές στον αέρα, αντίστοιχα. Διακρίνονται τα ίδια χαρακτηριστικά και στα οκτώ διηγήματα που ακολουθούν, τα οποία και αυτά χωρίζονται σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τίτλο Πλέκοντας τη φωνή μου με άλλες και η δεύτερη, Με τη φωνή άλλων.

Και η αφήγηση αρχίζει, με ήρωες τις αναμνήσεις από τα φαντάσματα των ανθρώπων που από παιδάκι αγάπησε... Μια οικογένεια του μόχθου που, όμως, έχει στενή σχέση με τη γραφή. Πόνος υπόγειος, τύψεις, ενοχές και νοσταλγία διαπερνούν το κείμενο για την απώλεια των γονέων...Τώρα, όσο κι αν θέλει να τους μιμηθεί γράφοντας, είτε για να τους νοιώσει και πάλι κοντά της είτε για να αναγνωρίσει έστω και εκ των υστέρων την προσφορά τους, το ερώτημα παραμένει: για ποιον γράφει κάποιος; Μήπως γράφει για τη ζωή που πέρασε, αφήνοντας μνήμες, ρωγμές, σιωπές και κενά;

...Μοιάζει η Ζωή να απλώνεται σαν να είναι μια τεθλασμένη γραμμή που την ορίζουν στιγμιαία αποφασιστικά σημεία και που μέσα τους φωλιάζουν οι μνήμες, από την πόλη που γεννήθηκες και τους ανθρώπους που ήταν τότε δίπλα σου ορίζοντας πλέον τα βήματα της ζωής. Αυτά εντοπίζει στις περιγραφές της, ενώ άνθρωποι πολύχρωμοι ζωντανεύουν γύρω της. ...ένα παιδάκι γνωρίζει τον θάνατο πριν γνωρίσει τη ζωή. Κάποιος θέλει να ταξιδέψει για κάπου εντελώς αλλού! Ποιο να είναι άραγε αυτό το ταξίδι; Είναι για κάπου μακριά; Είναι, άραγε, ένα ταξίδι του νου μακριά από τις μνήμες; Ή, μήπως, είναι εκείνο το ταξίδι χωρίς επιστροφή στο χάος των αστεριών; Ίσως να είναι και το μόνον της ζωής του ταξείδιον! 
...αλλού, μια υπάλληλος ενός σούπερ μάρκετ παρατηρεί. Ένας κύριος, στο καφέ ΝΑΡΚΗ, ζητά να κάτσει στο ίδιο τραπέζι που κάθεται μια κυρία μόνη. Ο άνδρας εμφανώς μάχεται τον χρόνο. Σαν τον Δον Ζουάν, παλεύει κι αυτός με ματαιότητα το ανέφικτο. Να τον νικήσει. Κι από κατακτητής, μετατρέπεται σε συλλέκτη. Συλλέκτη στιγμών. Όπως ο θάνατος που συλλέγει, τραγωδία, δράμα, έρωτα…

 Η συγγραφέας, εντοπίζοντας τόπο και χρόνο, καταγράφει την εποχή, όπου ιδέες, λέξεις, αισθήματα, εφηβεία, ενηλικίωση, γήρας και χρόνος, όλα μαζί υφαίνονται και ορίζουν τη διαδρομή της ζωής, διαφοροποιώντας ταυτόχρονα την έκφραση και τοποθέτηση του ατόμου. Μέσα σε αυτά, ένα σύνολο αφηγήσεων που έχουν συνοχή μεταξύ τους και εξέλιξη, αλλάζει προσωπεία αποδίνοντας την προσωπική πλευρά ενός εκάστου εκ των ηρώων, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα τον κόσμο τους. Τον κόσμο της.  Επιλέγει να μπαίνει σε ρόλους. Αλλού είναι η κόρη, αλλού είναι ο πατέρας και αλλού είναι ένας παράξενος γιος. Γίνεται, η φωνή όλων. Και η δική της. Έτσι τους ξαναζωντανεύει μέσα στις σελίδες της και μέσα στο μυαλό της. Και, μέσα από αυτούς θυμάται. Σαν αυτή πια να είναι η εξέλιξη όλων. Και ερωτά: τα δικά μας παιδιά, αλλά και τα δικά τους, σε ποια ουτοπία της πραγματικότητας θα ζήσουν; Και θα καταφέρουν ποτέ να απαλλαγούν από τα αμαρτήματα των γονέων τους;  Όταν, τα λάθη επαναλαμβάνονται συνεχώς! Ανθρώπων φύση!

...Οι ήρωες, αν και αντιστέκονται στην επιβεβλημένη πραγματικότητα άλλοτε με τη γραφή και άλλοτε με την εκπλήρωση κάποιων επιθυμιών τους, μοιάζει, μια προκαθορισμένη μοίρα να κάνει γι' αυτούς τις δικές της επιλογές. 

 Το κείμενο, αν και αποτυπώνεται με συγκρατημένη/ελεγχόμενη γραφή, ωστόσο ξεχειλίζει από στοργή και αγάπη για τον άνθρωπο και τις μνήμες που αφήνει  φεύγοντας. Ο  χρόνος παραμένει ο μεγάλος πρωταγωνιστής που άλλοτε παγώνει και άλλοτε διαθλάται χαράζοντας και σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Αυτοί είναι και οι πρωταγωνιστές της Γιούλης Βολανάκη. Ο άνθρωπος, ο χρόνος και ο λόγος. Ο λόγος στις αφηγήσεις της έχει δύο ρόλους. Του πρωταγωνιστή αλλά και του συγγραφικού καταλύτη μέσα από τον οποίο άνθρωπος και χρόνος θα εκφραστούν και θα αποτυπωθούν.

Επίσης, στη γραφή της υπάρχει ένα βλέμμα σοφίας και στοργής που χαιρετίζει τη ζωή, εκφράζει την αγωνία της για το μέλλον, αναφωνώντας ταυτόχρονα «είμαστε ήδη νεκροί!». Με πολλές εμβόλιμες αναφορές/αποσπάσματα σε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση και μαντινάδες, ντύνει τα κείμενά της, με αποτέλεσμα να τα προεκτείνει στον ορίζοντα, δίνοντας  επιπλέον βαρύτητα και βάθος σε αυτά. Ανάμεσά τους και η δική της ποίηση. Μοιάζει με υφαντό από τα νήματα της ζωής της και σαΐτα τον χρόνο, με τις  λέξεις να σέρνονται στις αράδες της σαν να έχουν κρόσσια, χαράζοντας και αφήνοντας πίσω τους άλλοτε ρωγμές και άλλοτε απλές μαύρες γραμμές. Με τον χρόνο πολλάκις να μην συμπίπτει, με γραφή ποιητική ακόμη κι όταν κάνει πεζογραφία, αφηγείται άλλοτε με τη δική της φωνή και άλλοτε με τη φωνή άλλων. Φωνή, άραγε, σημαίνει λόγος για τη συγγραφέα; Ίσως!

Εμπνευσμένο εξώφυλλο καλύπτει το σύνολο των αφηγημάτων, ανταποκρινόμενο απόλυτα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Έχει για εικόνα, σε σπειροειδή γραφή, μια ρήση του υπαρξιστή φιλόσοφου Χάιντεγκερ, που παρουσιάζεται σαν δύο όμοια δακτυλικά αποτυπώματα. Το ένα είναι έγχρωμο, παραπέμποντας στην χρωματική ανάλυση του φωτός  και στην έγχρωμη αποτύπωση της ζωής και, δίπλα του, το ίδιο ακριβώς είναι μουντό και ασπρόμαυρο. Χωρίς ζωή. Νεκρό. Σαν ...να θέλει να αποτυπώσει τη ζωή και το θάνατο, το φυσικό και το μεταφυσικό, ενώ η ενδιάμεση απόσταση που παρεμβάλλεται μεταξύ τους ίσως να είναι ο χρόνος και η ρήση να είναι ο λόγος. Μοιάζει, αυτό να ήθελε και στο εξώφυλλο να αποτυπωθεί η συγγραφέας, όπως ακριβώς κάνει και στα τόσο καλογραμμένα διηγήματά της.

Το βιβλίο «Το ταξίδι του Αλ του Χημιστή» είναι ένα βιβλίο ποιητικό, νοσταλγικό, ανθρώπινο, που οδηγεί τον αναγνώστη και σε άλλες πιο υψηλές σκέψεις, τις υπαρξιακές.

(Σημ.: οι υπογραμμίσεις και η επιλογή των αποσπασμάτων, δικές μου)


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ αφιέρωμα στον Μένη Κουμανταρέα

Φιλοξενείται επίσης το κείμενό μου 

Η απομυθοποίηση των μύθων

για το βιβλίο 

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ

της ΓΙΑΣΜΙΝΑ ΡΕΖΑ 
μτφρ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ


«Προτρέπει» ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο, στο κείμενό του με τίτλο Αρχές των τεράστιων τόμων ή η τέχνη να γράφεις χοντρά βιβλία, μεταξύ άλλων: «Ι. Η όλη ανάπτυξη πρέπει να διαπερνάται συνεχώς από τη φλύαρη έκθεση του αρχικού σχεδίου… VI. Σχέσεις που μπορούν να παρασταθούν γραφικά πρέπει να ερμηνεύονται με λόγια. Αντί, π.χ., να σχεδιάζεται ένα γενεαλογικό δέντρο, να εκτίθενται και περιγράφονται όλες οι σχέσεις συγγενείας»*...

Δεν γνωρίζω βέβαια αν η Γιασμίνα Ρεζά έχει μελετήσει τους αφορισμούς του Μπένγιαμιν, όμως είναι σαφές πως το ελάχιστο σε όγκο βιβλίο της Ευτυχισμένοι οι Ευτυχείς κρύβει τόσο καλά το σχέδιό του, με την αποσπασματική δομή και την παντελή έλλειψη πληροφοριών περί τη συγγένεια ή τις σχέσεις των προσώπων, που τελειώνοντάς το αναφωνείς: Αυτό το βιβλίο πρέπει να το ξαναδιαβάσω! Στην περίπτωση του βιβλίου τής Ρεζά πρόκειται κυριολεκτικά για μια πράξη ανάγκης.

Ανάγκη, να συγκροτηθούν τα πρόσωπα-ψηφίδες του βιβλίου σε ένα όλον.
Ανάγκη, να ιδωθούν τα πρώτα με βάση τα ύστερα.
Ανάγκη, να ξαναδιαβαστούν οι επισημάνσεις σε σχέση με την αέναη πάλη των φύλων˙ οι περιγραφές της συνεχούς μάχης της καθημερινότητας˙ οι μύχιες σκέψεις˙ οι άλλοτε λελογισμένες, άλλοτε απεγνωσμένες αποδράσεις από τα κατά συνθήκην ψεύδη της σύγχρονης ζωής.

… φαντάζομαι τον εαυτό μου να τρέχει με ταχύτητα σ’ έναν περιφερειακό, έχοντας βάλει στο τέρμα το Sodade, ένα τραγούδι που ανακάλυψα πρόσφατα, από το οποίο δεν καταλαβαίνω τίποτα, εκτός από τη μοναξιά της φωνής, και τη λέξη μοναξιά που επαναλαμβάνεται αενάως, ακόμα κι αν μου λένε ότι αυτή η λέξη δεν σημαίνει μοναξιά αλλά νοσταλγία, αλλά έλλειψη, αλλά λύπη, αλλά μελαγχολία, τόσα πράγματα ιδιωτικά, που δεν μοιράζονται και που λέγονται μοναξιά, όπως λέγονται μοναξιά το οικογενειακό καρότσι, ο διάδρομος με τα λάδια και τα ξύδια, και ο άντρας που εκλιπαρεί τη γυναίκα του κάτω από τα νέον.

Ήρωας του βιβλίου είναι η οικογένεια. Η διαλυμένη, κατακερματισμένη, αναγκαία;;; και μη ικανή οικογένεια της σύγχρονης μεγαλούπολης. Όμως, τα ζεύγη δεν υφίστανται ως ζεύγη, μόνο ως μοναχικά, ερριμμένα στο αστικό σύμπαν άτομα.
Και ο αναγνώστης χρειάζεται έναν χάρτη συγγενών, φίλων, παιδιών, εραστών, για να κυκλοφορήσει σ’ αυτό το παγιδευμένο πεδίο μάχης.
Η δομή είναι η απλούστερη δυνατή. Κάθε κεφάλαιο κι ένα όνομα: άντρες και γυναίκες, γιοι και κόρες, σύζυγοι και εργένηδες, γέροι, νέοι και μεσήλικες, συστήνονται  με τ’ όνομά τους και μας μιλούν σε α΄ πρόσωπο για το momentum της ύπαρξής τους.
Είμαστε ο εξομολόγος και ο ψυχαναλυτής τους.
Μας φανερώνουν κάμποσα και κρύβουν όσα θα μαντέψουμε από τις εξομολογήσεις των υπολοίπων.


Αντιγράφω ξανά τον Μπένγιαμιν: «Για τον ιδιοφυή, κάθε τομή της ζωής και τα βαριά πλήγματα της μοίρας έρχονται όπως ο ύπνος ο απαλός μέσα στη φιλοπονία του δικού του εργαστηρίου. Και τα τοποθετεί μέσα σ’ ένα θραύσμα».  Από τέτοια θραύσματα δημιουργεί η Ρεζά ένα παζλ που θα πρέπει εμείς αντί της συγγραφέα να το συναρμολογήσουμε και το οποίο αναλαμβάνει το ρόλο που θα είχε η παραδοσιακή αφηγηματική διασύνδεση.

Αν όμως η παράθεση θραυσμάτων ως δομή είναι η βάση του κειμένου, η σκιαγράφηση των προσώπων είναι η ουσία του. Πρόκειται για θεατρικές φιγούρες, θα μπορούσε να πει κανείς μαριονέτες.
Ο λόγος τους είναι ένας μονόλογος προς εαυτόν μπροστά στον καθρέφτη. Οι λέξεις τους, λιτές, ρέουσες, τρέχουσες, αφτιασίδωτες. Οι πράξεις τους κοινές: ψώνια στο σούπερ μάρκετ, επισκέψεις στο γιατρό, συναντήσεις, συναναστροφές, συζητήσεις μετά ή άνευ νοήματος, ερωτικές συνευρέσεις, εμμονές.
Κι έπειτα, άλλες πράξεις, πιο αρσενικές ή θηλυκές: εμπλοκή σε επιχειρηματικά σχέδια, χαρτοπαιξία, επαγγελματικές υποχρεώσεις, τα του οίκου…

Συγκρούσεις, επίσης, όπως στο αρχαίο δράμα. Η τραγωδία είναι μίμησις όχι ανθρώπων αλλά πράξεως και βίου, όπως μας έχει πει ο Αριστοτέλης.
Η Ρεζά δημιουργεί μια σύγχρονη αστική τραγωδία, που βασίζεται στο ήθος και στη διάνοια της δικής της συγχρονίας. Στις συγκρούσεις της εποχής μας. Στη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης μεγαλούπολης, δίχως μεταφυσικά, ηθικά ή μυθικά στηρίγματα, ενώπιος ενωπίω μα αποστασιοποιημένα από τα ίδια του τα αισθήματα.
Κι έτσι βέβαια δεν μπορεί να επινοήσει μια κάθαρση (που σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρχει) ούτε από μηχανής θεό.
Υπάρχει βέβαια αντί αυτών ο θάνατος.
Εκεί συναντιούνται τα ασύνδετα μέχρι τότε πρόσωπα, σιωπηλά πλέον. Εκεί συναντιόμαστε όλοι άλλωστε.

Ό,τι υπάρχει μπροστά στα μάτια μας έχει περάσει ήδη. Δεν θλίβομαι. Τα πράγματα είναι φτιαγμένα για να χάνονται. Θα φύγω χωρίς ιστορία. Δεν θα υπάρξει φέρετρο ούτε οστά. Όλα θα συνεχιστούν όπως πάντα. Όλα θα τα πάρει εύθυμα το νερό.


Μπαίνει πάντως κανείς στον πειρασμό να ξαναδιαβάσει το βιβλίο όχι μόνο για να συναρμολογήσει το παζλ που του παρέδωσε η συγγραφέας, αλλά και για να το γράψει αλλιώς. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη σειρά: να βάλει, επί παραδείγματι, τους γιατρούς επικεφαλής της μακράς σειράς των οιονεί αρρώστων συνανθρώπων τους. Τους συζύγους δίπλα στους πεθερούς και τους φίλους συντροφιά με τους φίλους τους. Να παίξει, εν πάση περιπτώσει, το παιχνίδι της μεταμοντερνικότητας.
Γιατί όχι; Δεδομένου ότι κι αυτοί ακόμη που θα τους θεωρούσαμε δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν το δικό τους αυτοτελές μερίδιο, τη δική τους βαρύνουσα σημασία στην απομυθοποίηση των μύθων που σκαρώνει η Ρεζά. Η οποία υπομειδιά πικρά, και κινεί τις μαριονέτες της μπλέκοντας αξεδιάλυτα τα νήματά τους.

Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, η γιαγιά σου τα είχε χάσει λίγο, λέει η Μαργκερίτ. Ήθελε να πάει στο χωριό να πάρει τα παιδιά της. Έλεγα, μαμά δεν έχεις πια παιδιά. Ναι έχω, ναι, πρέπει να τα φέρω πίσω στο σπίτι. Φεύγαμε για να βρούμε τα παιδιά της στο Πετί-Κεβιγί. Εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία για να τη βάλω να περπατήσει. Είχε πλάκα που πηγαίναμε να βρούμε εμάς, τον Ερνέστ και μένα, εξήντα χρόνια νωρίτερα.



* ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ  Εκλογή, Εισαγωγή – Μετάφραση:  Σπύρος  Δοντάς, εκδ. στιγμή