Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ αφιέρωμα στον Μένη Κουμανταρέα

Φιλοξενείται επίσης το κείμενό μου 

Η απομυθοποίηση των μύθων

για το βιβλίο 

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ

της ΓΙΑΣΜΙΝΑ ΡΕΖΑ 
μτφρ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ


«Προτρέπει» ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο, στο κείμενό του με τίτλο Αρχές των τεράστιων τόμων ή η τέχνη να γράφεις χοντρά βιβλία, μεταξύ άλλων: «Ι. Η όλη ανάπτυξη πρέπει να διαπερνάται συνεχώς από τη φλύαρη έκθεση του αρχικού σχεδίου… VI. Σχέσεις που μπορούν να παρασταθούν γραφικά πρέπει να ερμηνεύονται με λόγια. Αντί, π.χ., να σχεδιάζεται ένα γενεαλογικό δέντρο, να εκτίθενται και περιγράφονται όλες οι σχέσεις συγγενείας»*...

Δεν γνωρίζω βέβαια αν η Γιασμίνα Ρεζά έχει μελετήσει τους αφορισμούς του Μπένγιαμιν, όμως είναι σαφές πως το ελάχιστο σε όγκο βιβλίο της Ευτυχισμένοι οι Ευτυχείς κρύβει τόσο καλά το σχέδιό του, με την αποσπασματική δομή και την παντελή έλλειψη πληροφοριών περί τη συγγένεια ή τις σχέσεις των προσώπων, που τελειώνοντάς το αναφωνείς: Αυτό το βιβλίο πρέπει να το ξαναδιαβάσω! Στην περίπτωση του βιβλίου τής Ρεζά πρόκειται κυριολεκτικά για μια πράξη ανάγκης.

Ανάγκη, να συγκροτηθούν τα πρόσωπα-ψηφίδες του βιβλίου σε ένα όλον.
Ανάγκη, να ιδωθούν τα πρώτα με βάση τα ύστερα.
Ανάγκη, να ξαναδιαβαστούν οι επισημάνσεις σε σχέση με την αέναη πάλη των φύλων˙ οι περιγραφές της συνεχούς μάχης της καθημερινότητας˙ οι μύχιες σκέψεις˙ οι άλλοτε λελογισμένες, άλλοτε απεγνωσμένες αποδράσεις από τα κατά συνθήκην ψεύδη της σύγχρονης ζωής.

… φαντάζομαι τον εαυτό μου να τρέχει με ταχύτητα σ’ έναν περιφερειακό, έχοντας βάλει στο τέρμα το Sodade, ένα τραγούδι που ανακάλυψα πρόσφατα, από το οποίο δεν καταλαβαίνω τίποτα, εκτός από τη μοναξιά της φωνής, και τη λέξη μοναξιά που επαναλαμβάνεται αενάως, ακόμα κι αν μου λένε ότι αυτή η λέξη δεν σημαίνει μοναξιά αλλά νοσταλγία, αλλά έλλειψη, αλλά λύπη, αλλά μελαγχολία, τόσα πράγματα ιδιωτικά, που δεν μοιράζονται και που λέγονται μοναξιά, όπως λέγονται μοναξιά το οικογενειακό καρότσι, ο διάδρομος με τα λάδια και τα ξύδια, και ο άντρας που εκλιπαρεί τη γυναίκα του κάτω από τα νέον.

Ήρωας του βιβλίου είναι η οικογένεια. Η διαλυμένη, κατακερματισμένη, αναγκαία;;; και μη ικανή οικογένεια της σύγχρονης μεγαλούπολης. Όμως, τα ζεύγη δεν υφίστανται ως ζεύγη, μόνο ως μοναχικά, ερριμμένα στο αστικό σύμπαν άτομα.
Και ο αναγνώστης χρειάζεται έναν χάρτη συγγενών, φίλων, παιδιών, εραστών, για να κυκλοφορήσει σ’ αυτό το παγιδευμένο πεδίο μάχης.
Η δομή είναι η απλούστερη δυνατή. Κάθε κεφάλαιο κι ένα όνομα: άντρες και γυναίκες, γιοι και κόρες, σύζυγοι και εργένηδες, γέροι, νέοι και μεσήλικες, συστήνονται  με τ’ όνομά τους και μας μιλούν σε α΄ πρόσωπο για το momentum της ύπαρξής τους.
Είμαστε ο εξομολόγος και ο ψυχαναλυτής τους.
Μας φανερώνουν κάμποσα και κρύβουν όσα θα μαντέψουμε από τις εξομολογήσεις των υπολοίπων.


Αντιγράφω ξανά τον Μπένγιαμιν: «Για τον ιδιοφυή, κάθε τομή της ζωής και τα βαριά πλήγματα της μοίρας έρχονται όπως ο ύπνος ο απαλός μέσα στη φιλοπονία του δικού του εργαστηρίου. Και τα τοποθετεί μέσα σ’ ένα θραύσμα».  Από τέτοια θραύσματα δημιουργεί η Ρεζά ένα παζλ που θα πρέπει εμείς αντί της συγγραφέα να το συναρμολογήσουμε και το οποίο αναλαμβάνει το ρόλο που θα είχε η παραδοσιακή αφηγηματική διασύνδεση.

Αν όμως η παράθεση θραυσμάτων ως δομή είναι η βάση του κειμένου, η σκιαγράφηση των προσώπων είναι η ουσία του. Πρόκειται για θεατρικές φιγούρες, θα μπορούσε να πει κανείς μαριονέτες.
Ο λόγος τους είναι ένας μονόλογος προς εαυτόν μπροστά στον καθρέφτη. Οι λέξεις τους, λιτές, ρέουσες, τρέχουσες, αφτιασίδωτες. Οι πράξεις τους κοινές: ψώνια στο σούπερ μάρκετ, επισκέψεις στο γιατρό, συναντήσεις, συναναστροφές, συζητήσεις μετά ή άνευ νοήματος, ερωτικές συνευρέσεις, εμμονές.
Κι έπειτα, άλλες πράξεις, πιο αρσενικές ή θηλυκές: εμπλοκή σε επιχειρηματικά σχέδια, χαρτοπαιξία, επαγγελματικές υποχρεώσεις, τα του οίκου…

Συγκρούσεις, επίσης, όπως στο αρχαίο δράμα. Η τραγωδία είναι μίμησις όχι ανθρώπων αλλά πράξεως και βίου, όπως μας έχει πει ο Αριστοτέλης.
Η Ρεζά δημιουργεί μια σύγχρονη αστική τραγωδία, που βασίζεται στο ήθος και στη διάνοια της δικής της συγχρονίας. Στις συγκρούσεις της εποχής μας. Στη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης μεγαλούπολης, δίχως μεταφυσικά, ηθικά ή μυθικά στηρίγματα, ενώπιος ενωπίω μα αποστασιοποιημένα από τα ίδια του τα αισθήματα.
Κι έτσι βέβαια δεν μπορεί να επινοήσει μια κάθαρση (που σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρχει) ούτε από μηχανής θεό.
Υπάρχει βέβαια αντί αυτών ο θάνατος.
Εκεί συναντιούνται τα ασύνδετα μέχρι τότε πρόσωπα, σιωπηλά πλέον. Εκεί συναντιόμαστε όλοι άλλωστε.

Ό,τι υπάρχει μπροστά στα μάτια μας έχει περάσει ήδη. Δεν θλίβομαι. Τα πράγματα είναι φτιαγμένα για να χάνονται. Θα φύγω χωρίς ιστορία. Δεν θα υπάρξει φέρετρο ούτε οστά. Όλα θα συνεχιστούν όπως πάντα. Όλα θα τα πάρει εύθυμα το νερό.


Μπαίνει πάντως κανείς στον πειρασμό να ξαναδιαβάσει το βιβλίο όχι μόνο για να συναρμολογήσει το παζλ που του παρέδωσε η συγγραφέας, αλλά και για να το γράψει αλλιώς. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη σειρά: να βάλει, επί παραδείγματι, τους γιατρούς επικεφαλής της μακράς σειράς των οιονεί αρρώστων συνανθρώπων τους. Τους συζύγους δίπλα στους πεθερούς και τους φίλους συντροφιά με τους φίλους τους. Να παίξει, εν πάση περιπτώσει, το παιχνίδι της μεταμοντερνικότητας.
Γιατί όχι; Δεδομένου ότι κι αυτοί ακόμη που θα τους θεωρούσαμε δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν το δικό τους αυτοτελές μερίδιο, τη δική τους βαρύνουσα σημασία στην απομυθοποίηση των μύθων που σκαρώνει η Ρεζά. Η οποία υπομειδιά πικρά, και κινεί τις μαριονέτες της μπλέκοντας αξεδιάλυτα τα νήματά τους.

Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, η γιαγιά σου τα είχε χάσει λίγο, λέει η Μαργκερίτ. Ήθελε να πάει στο χωριό να πάρει τα παιδιά της. Έλεγα, μαμά δεν έχεις πια παιδιά. Ναι έχω, ναι, πρέπει να τα φέρω πίσω στο σπίτι. Φεύγαμε για να βρούμε τα παιδιά της στο Πετί-Κεβιγί. Εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία για να τη βάλω να περπατήσει. Είχε πλάκα που πηγαίναμε να βρούμε εμάς, τον Ερνέστ και μένα, εξήντα χρόνια νωρίτερα.



* ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ  Εκλογή, Εισαγωγή – Μετάφραση:  Σπύρος  Δοντάς, εκδ. στιγμή