Στο βιβλίο της Γιούλης Βολανάκη, με τον τίτλο «Το Ταξίδι του Αλ του Χημιστή», σαν εισαγωγή αλλά και σαν αυλαία στα διηγήματά της έχει δική της ποίηση με τους τίτλους, Με φωνή εφηβική και Υφαίνοντας φωνές στον αέρα, αντίστοιχα. ...και τα οκτώ διηγήματα που ακολουθούν χωρίζονται σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τίτλο Πλέκοντας τη φωνή μου με άλλες και η δεύτερη, Με τη φωνή άλλων...
Τούλα Ρεπαπή, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ Ιουνίου 2016, σελ. 653
ΥΦΑΙΝΟΝΤΑΣ ΦΩΝΕΣ
ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Λεγόμουν κάποτε Πηνελόπη
Ελένη (ή ο Κανένας), Κλεονίκη
Αργότερα Μπέλλα, Καλλιόπη
Και Βάσω, Κλειώ, Ναταλία
Χρύσα, Όπυ, Βασιλική
Πρόσφατα Διοχάντη
Βάσω και Μαρία *
Ι
Kείμαι. Κλείνω τα μάτια.
Η μέση γραμμή μου ακολουθεί μια νοητή ευθεία.
Ή μάλλον, είναι άνυσμα:
Το βέλος του χρόνου βυθίζεται στο κρανίο μου.
Ανάμεσα
λόγου και φαντασίας.
Με σχίζει
διαπερνώντας τη μήτρα.
Εκτείνεται
αιώνες πριν.
Χιλιετίες
έπειτα από μένα.
ΙΙ
Απλώνω τα
μπράτσα.
Αυτή
είναι η δεύτερη διάστασή μου.
Η αγκαλιά
που περικλείνει όλη τη σφαίρα.
Αυτό που οι μέλλοντες θα πουν Ισημερινό
είναι τα κύματα-χέρια μου που ταξιδεύουν
ΙΙΙ
Ανοίγω τα
μάτια.
Ταξιδεύω
καθ’ ύψος.
Προς τον
λαμπρό αιθέρα.
Φορώ του Ικάρου τα φτερά.
Πλησιάζω
τον Ήλιο.
Εφορμώ
την κάθετη πτώση
και
προσγειώνομαι αβλαβής.
Συνεχίζω
εις βάθος.
Διασχίζω
το έμπεδον (ύπνου και οίκου).
Μπερδεύομαι μες στις πέτρες,
τις ρίζες και τους προγόνους.
Ανασαίνω το άρωμα της γης. Γεύομαι το χώμα.
Αναζωογονημένη
γυρνώ στην κλίνη μου.
ΙV
Καιρός να σηκωθώ. Πλησιάζω τον αργαλειό.
Ολοκαίνουργιο στημόνι με περιμένει ν’ αρχινήσω.
Κάθε αλλαγή φεγγαριού τελειώνω το παλιό υφαντό.
Κι αρχίζω νέο. Ε όχι, δεν ξηλώνω τα υφασμένα.
Τα κρύβω:
στολίζω τον γυναικωνίτη με κείνα.
Κάτω, όπου
καθόμαστε.
Γύρω, όπου
κοιτώντας τον διάκοσμο
ταξιδεύουμε τον κόσμο.
Κανείς δεν
το γνωρίζει.
V
Kάθομαι στον δικό μου θρόνο και ξεκινώ:
Ο χρόνος
μετριέται με σαϊτιές.
Οι ώρες, με μοτίβα.
Οι
στιγμές, με τα χτυπήματα.
Μήκος προστίθεται
σε νέο μήκος. Πλάτος, σε άλλο πλάτος.
Οι διαστάσεις μου πληθαίνουν.
Κανείς
δεν το γνωρίζει.
VΙ
Αν λύγισε το σώμα μου,
τόξο, σε άλλου χέρια,
ούτε αυτό κανείς γνωρίζει.
Αν τη χορδή μου κάποιος κούρδισε,
πάντως δεν ήταν οι μνηστήρες:
Αυτάρεσκοι εξουσιομανείς.
Αδιάφοροι για διαστάσεις υφαντών κι ανθρώπων.
Ανίδεοι για χρώματα και σχήματα.
Λιμπίζονται
Την όψη της γυναικός.
Την άψη του οίνου.
Την κόψη του σπαθιού.
Το ύψος του θρόνου.
VΙΙ
Αυτή: Ξένε, στα ξένα πώς περνάς,
πώς στρώνεις, πώς κοιμάσαι
πώς ταξιδεύεις, πώς ξυπνάς
και μένα δε θυμάσαι...
Αυτός: Ανάμεσα στα κύματα
θα διπλωθώ να κάτσω
να πιάσω πένα και χαρτί
τα κάλλη σου να γράψω.
Αυτή: Όλος ο κόσμος να ΄ναι εδώ
και μια ψυχή να λείπει
μαύρος μου μοιάζ’ ο ουρανός
και σκοτεινό το σπίτι.
Αυτός: Πάψε, καρδιά μου, ν’ αγαπάς,
δεν αγαπούνε τώρα
μόν’ αγαπούνε ψεύτικα
για να περνούν την ώρα.
VΙΙΙ
Απλά… Σαν νερό κυλάς.
Σαν γη μυρίζεις. Σαν θάλασσα κινείσαι.
Σαν ήλιος παρουσιάζεσαι. Σαν αέρας δροσίζεις.
Απλά (μου ’πε κάποτε) είσαι το ταξιδάκι μου.
Έλα, μια βόλτα στη δική μας θάλασσα
να πάμε.
ΙΧ
Κάθε φύλλο και η πτήση του.
Κάθε φύλο
και το ταξίδι του.
Κάθε
φύλλο και η πτώση του.
Κάθε φύλο
και ο νόστος του.
Κάθε πανί
και πλοίο
Κάθε
πανί, στημόνι και υφάδι
Κάθε
πανί: Άγραφος χάρτης
Kαμβάς. Τόπος. Υφή. Ύλη. Φως. Πέλαγος.
Χ
Λεγόμουν κάποτε Πηνελόπη. Λησμονώ το φύλο μου.
Γίνομαι αυτή αυτός: Πηνελοδυσσέας.
Τεχνίτης Ταξιδευτής. Άριελ Ορλάντο. Ούτις Τις.
Υφαίνω στον αέρα. Πλέκω λόγια που έχουν κρόσια.
Πλάθω τον χωροχρόνο. Μεταμορφώνω. **
* Οι γλύπτριες και εικαστικοί στις οποίες ενδεικτικά αναφέρεται το κείμενο είναι: Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, Κλεονίκη Γενναδίου (μαθήτρια του Κων/νου Βολανάκη), Μπέλλα Ραφτοπούλου, Καλλιόπη Λεμού, Βάσω Κατράκη, Κλειώ Μακρή, Ναταλία Μελά, Chryssa (Βαρδέα), Όπυ Ζούνη, Vassiliki, Διοχάντη, Βάσω Πεκλάρη, Μαρία Λοϊζίδου, γνωρίζοντας πως παραλείπω πολλές ακόμη, Ελληνίδες και όχι μόνο, βεβαίως. Όμως εξίσου αναφέρεται και σε ανώνυμες υφάντρες και πλέκτριες, όπως η γιαγιά μου Καλλιόπη Γεωργακάκη-Θεοδωράκη, που έφτιαχνε απίστευτα υφαντά στον αργαλειό της μέχρι να της το απαγορεύσουν λόγω προβλημάτων υγείας, οπότε σε μεγάλη ηλικία έμαθε πλέξιμο και συνέχιζε μέχρι το τέλος του 2014, μα και η αείμνηστη θεία μου Αργυρώ Φωτάκη, η οποία πριν από 40 χρόνια, ανακυκλώνοντας πλαστικές σακούλες, έπλεκε χαλάκια που ακόμη χρησιμοποιούνται στο σπίτι της.
** Οι μαντινάδες που χρησιμοποιούνται είναι από το βιβλίο του Aντώνη Λαμπρινού, Μαντινάδες, εκδ. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, προσαρμοσμένες κάπως για την περίσταση. Τα «λόγια που έχουν κρόσια» είναι στίχος της Μάτσης Χατζηλαζάρου. «Ο κατασκευαστής-γλύπτης μπορεί στην κυριολεξία να σχεδιάζει στον αέρα… Κτίρια προδήλως διαμορφωμένα μόνο από γραμμές, δείχνουν να υφαίνονται στον αέρα… Αντί για μια ψευδαίσθηση των πραγμάτων, μας προσφέρεται τώρα μια ψευδαίσθηση των ιδιοτήτων…» Clement Greenberg: Η νέα γλυπτική. Από το βιβλίο «Το αισθητικό νόημα της μοντέρνας γλυπτικής» εκδ. ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ.