Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

                              1ο [i]

 

Ήμασταν, λέει, σ’ ένα καφενείο φανταστικό,

του ονείρου, για να ψηφίσουμε.

Γέροντες στοχαστικοί και μαυροφορεμένες γερόντισσες

αποτελούσαν την εφορευτική επιτροπή. Αμίλητοι,

μαντήλια εκάλυπταν το στόμα όλων μας.

Περιμέναμε τη σειρά μας και όταν φτάναμε στους καταλόγους

διαγράφαμε με μαύρο μελάνι στην τύχη ονόματα, και υπογράφαμε.

Στους φακέλους βάζαμε λευκό, όπου σημειώναμε μαντινάδες

για τον θάνατο, που καθένας είχε φτιάξει ή ήξερε.

 

Οι χθόνιες, σαν του Μπουζιάνη, φιγούρες άνοιγαν

κάθε επιστολή και, κατεβάζοντας τα μαντήλια,

τραγουδούσαν τα μοιρολόγια πολυφωνικά

τελετουργικά ακίνητες κι ανέκφραστες:

 

Αχ, καημένε Μάνο μας, Πέτρο, Αϊλάν και Άρτεμη

εφύγατέ μας αδερφοί, δάσκαλοι, φίλοι κι άγνωροι

………………

Αχού, καημένοι μας Μυρτώ και Παντελή, Βασίλη

εχάσατε τα μάθια τους, το γέλιο και τ’ αχείλι


………………

Σε σας προστρέχουμε σκιές, ανύπαρκτοι εδικοί μας

σε σας συνταξιδιώτες μας και άγνωστοι χαμένοι

………………

Σε σένα παραδίνουμε, μεγάλη πράσινή μας

το σώμα τους και την ψυχή καθάρια και πλυμένη

………………

 

Κι άκουγα τις γυναίκες να κρατούν το ίσο λέγοντας

ονόματα ελληνικά, αφρικάνικα, ασιατικά, κι άλλα κι άλλα

και τόσο η Αχερουσία γέμισε τα μάτια, το στόμα και την ψυχή μου

που βυθίστηκα μες σε πηχτό σκοτάδι.

 

 

Ύστερα ήταν, λέει, οι ίδιοι γέροντες

μόνο που τώρα προστέθηκαν νέες και παλικάρια,

μοιάζανε σαν του χαράκτη Τάσσου. Βγήκαν έξω στο ύπαιθρο.

Σκαρφάλωναν πλαγιές και κορφές.

Τόπους φαγωμένους από πυρκαγιές και φονικές νεροποντές.

 

Κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει

αν ήταν πρόσφυγες ή μετανάστες, Αναχωρητές ή Ερχόμενοι[ii],

αν ήταν τέκνα εμφυλίου, απόβλητοι ή σεισμόπληκτοι,

αν ανήκαν στο κάποτε, στο τώρα ή στο αύριο,

αν το φορτίο που κουβαλούσαν ήταν όπλα ή τρόφιμα,

φάρμακα, εμβόλια και όνειρα, ελπίδα ή απελπισία…

 

Πού και πού ξεκουράζονταν και κοίταζαν πίσω και πέρα,

κουφάρια σπιτιών, καμένες σοδειές, πλημμυρισμένους τόπους.

Δίναν νερό στα ελάχιστα παιδιά και στους γέροντες,

τους σκούπιζαν το μέτωπο και προχωρούσαν.

Και τόσο περπάτησαν και τόσα σύνορα πέρασαν

με κουρελιασμένα μάτια,

με φλογισμένους κροτάφους απ’ την πτώση[iii]

και τόσο αισθάνονταν

την κόλαση που είναι η αιτιότητα,

το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,

τα βήματα χωρίς προοπτική

που η αγωνία μου υψώνεται,    

ως τα εδελβάις άνθη.

 

Τα μάτια μου έψαχναν γύρω ίχνη ζωής,

τα πετούμενα της απριλιάτικης ορνιθοπανίδας

― μελισσοφάγους, κεφαλάδες, κούκους,

αηδόνια, τσαλαπετεινούς και τρυγόνια…

Η μύτη μου γύρευε αρώματα ενός αθέατου Απριλίου

― ορχιδέες, γλαδιόλες, μαργαρίτες,

 αγριολούλουδα, άνθη μηλιάς και μπουρνελιάς…

Τα αυτιά μου αναζητούσαν ήχους κρυμμένων ζώων

― σκαντζόχοιρους, βατράχια, σαύρες,

τρίτωνες, νερόφιδα, ψάρια και καβουράκια…

Μα τίποτα, ούτε εντόμων φτεροκόπημα ή μελισσών χορός.

 

Έπειτα, λέει, γύρευα βρωτούς καρπούς,

ακολουθώντας το κάθετο μονοπάτι

(οδό του αινίγματος της ζωής[iv])

από την πόλη προς το σπίτι

απ’ το τσιμέντο προς το χώμα,

καταμετρώντας ως βροτός

όντες και μη όντες[v]

όντα και μη όντα,

συλλαμβάνοντας τη φωνή της σιωπής[vi] τους.

 

Κι άκουγα πάλι τις γυναίκες να κρατούν το ίσο λέγοντας

ονόματα δέντρων και ζώων, και ποταμών και λιμνών, κι άλλα κι άλλα

και τόσο η Αχερουσία γέμισε τα μάτια, το στόμα και την ψυχή μου

που βυθιζόμουν ξανά και ξανά μες σε πηχτό σκοτάδι.

Ζώντας μη ζώντας, παρατηρώντας,

συναρμόζοντας θραύσματα στίχων

σαν με ραφές δοχείου ιαπωνικού,[vii]

φωτίζοντας τις ρωγμές

και τις ουλές της εποχής μας.

 

 

Ήμασταν, λέει, σ’ ένα καφενείο φανταστικό,

του ονείρου πάλι, για να ψηφίσουμε.

Νέοι και κόρες σαν από τις Εποχές του Τσαρούχη

εκλογικοί αντιπρόσωποι του Σχολείου της θάλασσας,[viii]

κατέβασαν τα μαντήλια-μάσκες, μίλησαν λόγια ξεχασμένα:

Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι

αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν

η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.[ix]

Ανέδειξαν την πολύρριζη κρίση και την ευαίσθητη επί Γης ισορροπία.

Υπέδειξαν δάση και βουνά, ποτάμια και ζώα ως υποκείμενα Δικαίου:

Επειδή -να το πούμε κι αυτό- ελευθερία δεν είναι να κινείσαι

ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί.

Να διευρύνεις αυτό το πεδίο και δη

κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι.

Διαθέτοντας καινούργιες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου.[x]

 

Απέδειξαν το κόστος της κλιματικής αδράνειας

(επιπλέον των 700 δισ. ευρώ, της Τράπεζας Ελλάδος[xi])

με πράξεις των ανώτερων μαθηματικών του Ελύτη:

Ο 1ο C συνεπάγεται πως για ν’ αποτρέψουμε την αποτυχία 

από το «άρα» της τεχνολογίας μετατοπιζόμαστε,

 κατά ένα βήμα,  στο «άρα» της ευαισθησίας

που διπλασιάζει την ικανότητά σου να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή

και που αποτελεί μια πρόσβαση στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας.[xii]

 

Το σώμα αφυπνίστηκε, εντοπίζοντας μιαν ανεμώνη

(σε σχισμή της τεχνοκρατικής μηχανής του κόσμου).

Καλωσορίζοντας της αυγής το δροσάτο[xiii] νέο βλαστάρι

(ξεμυτίζει από το κάταγμα στον σκελετό του κλιματικού άγχους[xiv]

που βυθίζει στην εικονική πραγματικότητα μιας εικονιστικής κοινωνίας).

 

Υποδεχόμενο μες στης καρδιάς τα φύλλα[xv] ένα έαρ χελιδονιών[xvi]

(που έχοντας ξεφύγει από την εξαΰλωση της αδράνειας

εξοπλίζεται, διεκδικώντας τα μυριστικά χόρτα[xvii] του βίου).



 

[i] Δραματικές αλλαγές στον πλανήτη | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr) : Ένας βαθμός Κελσίου (1ο C) είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας των μέχρι σήμερα πολιτικών. Π. Κόκκαλης, ευρωβουλευτής.

[ii] Οδυσσέας Ελύτης, ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ, Ο Μικρός Ναυτίλος.

[iii] Οι στίχοι σε πλάγια είναι από την πλακέτα Διάλογοι, του Νίκου Καρούζου.

[iv] Οδυσσέας Ελύτης, «Η μέθοδος του άρα», Εν λευκώ, και στον ιστότοπο του ΧΑΡΤΗ https://issuu.com/hartismag/docs/h21-small-compressed

[v] Η φράση σε πλάγια είναι του Αργύρη Χιόνη.

[vi] Το ίδιο.

[vii] Μέθοδος kintsugi, ιαπωνική τεχνική επιδιόρθωσης κεραμικών, που αναδεικνύει τις ρωγμές. Εκφράζει την αποδοχή του ευπαθούς και ατελούς.

[viii] ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ, ό.π.

[ix] Το ίδιο.

[x] «Η μέθοδος του άρα», ό.π.

[xi] Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ό.π.

[xii] «Η μέθοδος του άρα», ό.π.

[xiii] Διονύσιος Σολωμός, Η ημέρα της Λαμπρής.

[xiv]  «Μεγάλωσα με τον φόβο ότι θα πνιγώ μέσα στο ίδιο μου το δωμάτιο» - Mitzi Tan, 23, Φιλιππίνες.

Τα αποτελέσματα έρευνας, χρηματοδοτούμενης από το AVAAZ, μεταξύ 10.000 ατόμων σε 10 χώρες:

 45%

Σχεδόν οι μισοί νέοι και νέες παγκοσμίως δηλώνουν πως το κλιματικό άγχος επηρεάζει την καθημερινότητά τους: το πώς παίζουν, τρώνε, μελετούν και κοιμούνται.

 75%

Περισσότεροι από 7 στους 10 πιστεύουν πως «το μέλλον είναι τρομακτικό» - μάλιστα στην Πορτογαλία το ποσοστό φτάνει το 81% και στις Φιλιππίνες το 92%.

 58%

Το 58% δήλωσε πως οι κυβερνήσεις «πρόδωσαν εμένα και/ή τις επόμενες γενιές», ενώ το 64% δήλωσε πως οι κυβερνήσεις δεν κάνουν αρκετά για να αποφύγουν μια κλιματική καταστροφή.

 39%

Σχεδόν 4 στους 10 νέους δήλωσαν πως πλέον διστάζουν να κάνουν παιδιά.

Σύμφωνα με ψυχολόγους, το κλιματικό άγχος δεν επηρεάζει μόνο τα παιδιά, αλλά όλες τις ηλικίες, παντού.

[xv] Η ημέρα της Λαμπρής, ό.π.

[xvi] «Η μέθοδος του άρα», ό.π.

[xvii] ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ,  ό.π.